- άτρεμος
- -η, -οαυτός που δεν τρέμει, ατάραχος, σταθερός: Με χέρι άτρεμο κυβερνούσε το σκάφος της πολιτείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άτρεμος — η, ο αυτός που δεν τρέμει, ατρεμούλιαστος («άτρεμη φωνή») … Dictionary of Greek